ντελιβεράς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ντελιβεράς | οι | ντελιβεράδες |
| γενική | του | ντελιβερά | των | ντελιβεράδων |
| αιτιατική | τον | ντελιβερά | τους | ντελιβεράδες |
| κλητική | ντελιβερά | ντελιβεράδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντελιβεράς < ντελίβερ(ι) + -άς
Ουσιαστικό
ντελιβεράς αρσενικό, ντελιβερού θηλυκό
- (καθομιλουμένη, επάγγελμα) υπάλληλος παράδοσης που μεταφέρει φαγητό από το εστιατόριο μέχρι το σπίτι του καταναλωτή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.