ντεκουπαριστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντεκουπαριστός η ντεκουπαριστή το ντεκουπαριστό
      γενική του ντεκουπαριστού της ντεκουπαριστής του ντεκουπαριστού
    αιτιατική τον ντεκουπαριστό την ντεκουπαριστή το ντεκουπαριστό
     κλητική ντεκουπαριστέ ντεκουπαριστή ντεκουπαριστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντεκουπαριστοί οι ντεκουπαριστές τα ντεκουπαριστά
      γενική των ντεκουπαριστών των ντεκουπαριστών των ντεκουπαριστών
    αιτιατική τους ντεκουπαριστούς τις ντεκουπαριστές τα ντεκουπαριστά
     κλητική ντεκουπαριστοί ντεκουπαριστές ντεκουπαριστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ντεκουπαριστός < ντεκουπάρω + -ιστός

Προφορά

ΔΦΑ : /de.ku.pa.ɾiˈstos/

Επίθετο

ντεκουπαριστός

  • (κινηματογράφος, φωτογραφία, τυπογραφία) που του έχει γίνει ντεκουπάζ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.