ντεκουπαριστά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ντεκουπαριστά < ντεκουπαριστός + -ά
Μεταφράσεις
ντεκουπαριστά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ντεκουπαριστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ντεκουπαριστός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.