ντεκουπάζ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ντεκουπάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική découpage < découper + -age < dé- + couper

Προφορά

ΔΦΑ : /de.kuˈpaz/

Ουσιαστικό

ντεκουπάζ ουδέτερο άκλιτο

  1. (κινηματογράφος) ο χωρισμός των σκηνών και των πλάνων (σύμφωνα με το σενάριο μιας ταινίας), η καταγραφή και αρίθμησή τους, ώστε η διαδικασία αυτή να βοηθήσει στην κινηματογράφηση και το μοντάζ
  2. (φωτογραφία, τυπογραφία) η αφαίρεση ενός τμήματος μιας εικόνας από τον περίγυρό της, ώστε να χρησιμοποιηθεί σε άλλο σημείο
     συνώνυμα: ξεγύρισμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.