ξεγύρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεγύρισμα | τα | ξεγυρίσματα |
| γενική | του | ξεγυρίσματος | των | ξεγυρισμάτων |
| αιτιατική | το | ξεγύρισμα | τα | ξεγυρίσματα |
| κλητική | ξεγύρισμα | ξεγυρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεγύρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ξεγύρισμα ουδέτερο
- (πληροφορική) Η επιλογή ενός μεμονομένου στοιχείου/αντικειμένου μιας εικόνας σε ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικής επεξεργασίας εικόνων, όπως πχ το Photoshop, για την παραπέρα επεξεργασία του.
- τα μαλλιά είναι διαβόητα για τις δυσκολίες που δημιουργούν στο ξεγύρισμα μιας ανθρώπινης φιγούρας
Μεταφράσεις
ξεγύρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.