ξεγύρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεγύρισμα τα ξεγυρίσματα
      γενική του ξεγυρίσματος των ξεγυρισμάτων
    αιτιατική το ξεγύρισμα τα ξεγυρίσματα
     κλητική ξεγύρισμα ξεγυρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεγύρισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ξεγύρισμα ουδέτερο

  1. (πληροφορική) Η επιλογή ενός μεμονομένου στοιχείου/αντικειμένου μιας εικόνας σε ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικής επεξεργασίας εικόνων, όπως πχ το Photoshop, για την παραπέρα επεξεργασία του.
    τα μαλλιά είναι διαβόητα για τις δυσκολίες που δημιουργούν στο ξεγύρισμα μιας ανθρώπινης φιγούρας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.