ντεκουπάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ντεκουπάρισμα | τα | ντεκουπαρίσματα |
| γενική | του | ντεκουπαρίσματος | των | ντεκουπαρισμάτων |
| αιτιατική | το | ντεκουπάρισμα | τα | ντεκουπαρίσματα |
| κλητική | ντεκουπάρισμα | ντεκουπαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντεκουπάρισμα < ντεκουπάρω + -ισμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /de.kuˈpa.ɾi.zma/
Μεταφράσεις
ντεκουπάρισμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.