ντερέκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ντερέκι | τα | ντερέκια |
| γενική | του | ντερεκιού | των | ντερεκιών |
| αιτιατική | το | ντερέκι | τα | ντερέκια |
| κλητική | ντερέκι | ντερέκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντερέκι ή ντιρέκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική direk (δοκός, στύλος, ιστός) με τροπή του i σε e λόγω του r.[1]
Συνώνυμα
- ψηλολέλεκας
- μαντράχαλος
- όρθιο χιλιόμετρο
Αντώνυμα
- κοντοστούπης
- τρισπίθαμος
- κοντοσαρμάς
- τάπας
Μεταφράσεις
ντερέκι
|
|
Αναφορές
- ντερέκι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.