νταβάνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νταβάνι | τα | νταβάνια |
| γενική | του | νταβανιού | των | νταβανιών |
| αιτιατική | το | νταβάνι | τα | νταβάνια |
| κλητική | νταβάνι | νταβάνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νταβάνι < ταβάνι με ηχηροποίηση [t] > [d]
- το έντομο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νταβάνι < ταβάνι < με προέλευση την λατινική tabanus. Επίσης μεσαιωνικό ντάβανος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /daˈva.ni/
Ουσιαστικό
νταβάνι ουδέτερο
Αναφορές
- νταβάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- νταβάνι < ταβάνι με ηχηροποίηση [t] > [d]. Επίσης δείτε το μεσαιωνικό ντάβανος[1]
Αναφορές
- νταβάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.