ντάβανος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντάβανος οι ντάβανοι
      γενική του ντάβανου των ντάβανων
    αιτιατική τον ντάβανο τους ντάβανους
     κλητική ντάβανε ντάβανοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντάβανος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ντάβανος < τάβανος < ταβάνι < με προέλευση την λατινική tabanus[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈda.va.nos/

Ουσιαστικό

ντάβανος αρσενικό

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ντάβανος < τάβανος με ηχηροποίηση [t] > [d] από τη συμπροφορά στην αιτιατική (τον τάβανο: [ton t > tond > ton d] < ταβάν(ι)   + μεγεθυντικό επίθημα -ος < λατινική tabanus[1]

Ουσιαστικό

ντάβανος ουδέτερο

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.