νορμανδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νορμανδικός | η | νορμανδική | το | νορμανδικό |
| γενική | του | νορμανδικού | της | νορμανδικής | του | νορμανδικού |
| αιτιατική | τον | νορμανδικό | τη | νορμανδική | το | νορμανδικό |
| κλητική | νορμανδικέ | νορμανδική | νορμανδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νορμανδικοί | οι | νορμανδικές | τα | νορμανδικά |
| γενική | των | νορμανδικών | των | νορμανδικών | των | νορμανδικών |
| αιτιατική | τους | νορμανδικούς | τις | νορμανδικές | τα | νορμανδικά |
| κλητική | νορμανδικοί | νορμανδικές | νορμανδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.