νομοθέτημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νομοθέτημα | τα | νομοθετήματα |
| γενική | του | νομοθετήματος | των | νομοθετημάτων |
| αιτιατική | το | νομοθέτημα | τα | νομοθετήματα |
| κλητική | νομοθέτημα | νομοθετήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νομοθέτημα < αρχαία ελληνική νόμος+ ασθενές θέμα του τίθημι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.