νομιμοποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νομιμοποιητικός | η | νομιμοποιητική | το | νομιμοποιητικό |
| γενική | του | νομιμοποιητικού | της | νομιμοποιητικής | του | νομιμοποιητικού |
| αιτιατική | τον | νομιμοποιητικό | τη | νομιμοποιητική | το | νομιμοποιητικό |
| κλητική | νομιμοποιητικέ | νομιμοποιητική | νομιμοποιητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νομιμοποιητικοί | οι | νομιμοποιητικές | τα | νομιμοποιητικά |
| γενική | των | νομιμοποιητικών | των | νομιμοποιητικών | των | νομιμοποιητικών |
| αιτιατική | τους | νομιμοποιητικούς | τις | νομιμοποιητικές | τα | νομιμοποιητικά |
| κλητική | νομιμοποιητικοί | νομιμοποιητικές | νομιμοποιητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νομιμοποιητικός < νομιμοποιώ + -τικός
Επίθετο
νομιμοποιητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη νομιμοποίηση, συμβάλλει ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ Μια γυναίκα από την Αρμενία, χωρίς νομιμοποιητικά χαρτιά, που πρόσεχε έναν ηλικιωμένο, έτρεξε να σωθεί πηδώντας από τη βεράντα του πρώτου ορόφου της Γ’ Παθολογικής Κλινικής του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Νίκαιας στις 9.30 το πρωί του Σαββάτου. Η 50χρονη γυναίκα, που μεταφέρθηκε αμέσως στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του νοσοκομείου, λίγο αργότερα υπέκυψε στα τραύματά της. (Εφημερίδα των Συντακτών, 1/7/2019)
Συγγενικά
- νομιμοποιητικά
- → δείτε τις λέξεις νομιμοποιώ, νόμιμος, νόμος και ποιώ
Μεταφράσεις
νομιμοποιητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.