νοικοκυρίστικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νοικοκυρίστικος | η | νοικοκυρίστικη | το | νοικοκυρίστικο |
| γενική | του | νοικοκυρίστικου | της | νοικοκυρίστικης | του | νοικοκυρίστικου |
| αιτιατική | τον | νοικοκυρίστικο | τη | νοικοκυρίστικη | το | νοικοκυρίστικο |
| κλητική | νοικοκυρίστικε | νοικοκυρίστικη | νοικοκυρίστικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νοικοκυρίστικοι | οι | νοικοκυρίστικες | τα | νοικοκυρίστικα |
| γενική | των | νοικοκυρίστικων | των | νοικοκυρίστικων | των | νοικοκυρίστικων |
| αιτιατική | τους | νοικοκυρίστικους | τις | νοικοκυρίστικες | τα | νοικοκυρίστικα |
| κλητική | νοικοκυρίστικοι | νοικοκυρίστικες | νοικοκυρίστικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νοικοκυρίστικος < νοικοκύρ(ης) / νοικοκυρ(ά) + -ίστικος
Επίθετο
νοικοκυρίστικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με νοικοκύρη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ειρωνικό, μειωτικό) η παραπάνω σημασία (ιδίως για γυναίκα), με έμφαση στις αρνητικές ή υπερβολικές πτυχές της
- ↪ Η μητέρα μου ανέκαθεν είχε νοικοκυρίστικη νοοτροπία: σχεδόν πάντα ήταν με ένα ξεσκονόπανο στο χέρι, διότι δεν ανεχόταν ούτε έναν κόκκο σκόνης πάνω στα έπιπλα!
Συγγενικά
- νοικοκυρίστικα
- → δείτε τις λέξεις νοικοκύρης, οίκος και κύριος
Μεταφράσεις
νοικοκυρίστικος
|
|
Πηγές
- νοικοκυρίστικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.