αμυλάλευρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμυλάλευρο τα αμυλάλευρα
      γενική του αμυλάλευρου των αμυλάλευρων
    αιτιατική το αμυλάλευρο τα αμυλάλευρα
     κλητική αμυλάλευρο αμυλάλευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμυλάλευρο < άμυλο + άλευρο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική farine d' amidon)

Ουσιαστικό

αμυλάλευρο ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.