νικῶν
Αρχαία ελληνικά (grc)
Μετοχή
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | νικῶν | ἡ | νικῶσᾰ | τὸ | νικῶν |
| γενική | τοῦ | νικῶντος | τῆς | νικώσης | τοῦ | νικῶντος |
| δοτική | τῷ | νικῶντῐ | τῇ | νικώσῃ | τῷ | νικῶντῐ |
| αιτιατική | τὸν | νικῶντᾰ | τὴν | νικῶσᾰν | τὸ | νικῶν |
| κλητική ὦ! | νικῶν | νικῶσᾰ | νικῶν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | νικῶντες | αἱ | νικῶσαι | τὰ | νικῶντᾰ |
| γενική | τῶν | νικώντων | τῶν | νικωσῶν | τῶν | νικώντων |
| δοτική | τοῖς | νικῶσῐ(ν) | ταῖς | νικώσαις | τοῖς | νικῶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | νικῶντᾰς | τὰς | νικώσᾱς | τὰ | νικῶντᾰ |
| κλητική ὦ! | νικῶντες | νικῶσαι | νικῶντᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νικῶντε | τὼ | νικώσᾱ | τὼ | νικῶντε |
| γεν-δοτ | τοῖν | νικώντοιν | τοῖν | νικώσαιν | τοῖν | νικώντοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τιμῶν' όπως «τιμῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
νικῶν, νικῶσα, νικῶν
- συνηρημένη μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος νικῶ (ασυναίρετη: νικάων)
- ονομαστική και κλητική ενικού, αρσενικού γένους
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
νικῶν θηλυκό
- γενική πληθυντικού του νίκη
- νέα ελληνικά: των νικών
νικῶν ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του νῖκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.