νικέλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νικέλωση | οι | νικελώσεις |
| γενική | της | νικέλωσης* | των | νικελώσεων |
| αιτιατική | τη | νικέλωση | τις | νικελώσεις |
| κλητική | νικέλωση | νικελώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, νικελώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
νικέλωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.