νικελώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
νικελώσεις
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
νικελώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νικέλωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.