νιάτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | νιάτα | ||
| γενική | των | νιάτων | ||
| αιτιατική | τα | νιάτα | ||
| κλητική | νιάτα | |||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νιάτα < μεσαιωνική ελληνική τα νεάτα < τα νεότα < αρχαία ελληνική νεότης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɲa.ta/
Ουσιαστικό
νιάτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
νιάτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.