νηλής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | νηλής | τὸ | νηλές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | νηλοῦς | τοῦ | νηλοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | νηλεῖ | τῷ | νηλεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | νηλῆ | τὸ | νηλές | ||
| κλητική ὦ! | νηλές | νηλές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | νηλεῖς | τὰ | νηλῆ | ||
| γενική | τῶν | νηλῶν | τῶν | νηλῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | νηλέσῐ(ν) | τοῖς | νηλέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | νηλεῖς | τὰ | νηλῆ | ||
| κλητική ὦ! | νηλεῖς | νηλῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νηλεῖ | τὼ | νηλεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | νηλοῖν | τοῖν | νηλοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
νηλής, -ής, -ές
- ανελέητος, σκληρός, άσπλαχνος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
- 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 292
- Ἦ, καὶ ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ·
- Είπε και με το αλύπητο μαχαίρι τα κριάρια έσφαξε
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ἦ, καὶ ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ·
- 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 761 (760-761)
- Πάτροκλός τε Μενοιτιάδης καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ, | ἵεντ᾽ ἀλλήλων ταμέειν χρόα νηλέϊ χαλκῷ.
- ο Έκτωρ και ο Πάτροκλος, μάχης δεινοί τεχνίται, | με τον αλύπητον χαλκόν ν᾽ αντισφαγούν ζητούσαν.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Πάτροκλός τε Μενοιτιάδης καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ, | ἵεντ᾽ ἀλλήλων ταμέειν χρόα νηλέϊ χαλκῷ.
- 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 292
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 42
- αἰεί γε δὴ νηλὴς σὺ καὶ θράσους πλέως.
- Πάντα σου εσύ σκληρός, πάντα κακία γιομάτος.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- αἰεί γε δὴ νηλὴς σὺ καὶ θράσους πλέως.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 11. Θρασυδαίῳ Θηβαίῳ παιδὶ σταδιεῖ, 23 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (11.23)
- νηλὴς γυνά.
- η άσπλαχνη γυναίκα.
- Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- νηλὴς γυνά.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
- (με παθητική σημασία) που δεν τον λυπάται κανείς
- επικός τύπος : νηλειής
- ποιητικός τύπος: νηλεής
Συγγενικά
Πηγές
- νηλής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νηλής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.