ἔλεος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἔλεος | οἱ | ἔλεοι |
| γενική | τοῦ | ἐλέου | τῶν | ἐλέων |
| δοτική | τῷ | ἐλέῳ | τοῖς | ἐλέοις |
| αιτιατική | τὸν | ἔλεον | τοὺς | ἐλέους |
| κλητική ὦ! | ἔλεε | ἔλεοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλέω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐλέοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἔλεος < *ελε-Ϝ-ος ἐλελεῦ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *el- < (ηχομιμητική λέξη) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Σημειώσεις
- στην (ελληνιστική κοινή) ήταν ουδετέρου γένους
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἔλεος | τὰ | ἐλέη | ||||
| γενική | τοῦ | ἐλέους & ἐλέεος |
τῶν | ἐλεῶν | ||||
| δοτική | τῷ | ἐλέει | τοῖς | ἐλέεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸ | ἔλεος | τὰ | ἐλέη | ||||
| κλητική ὦ! | ἔλεος | ἐλέη | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλέει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐλεοῖν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'στέλεχος' όπως «στέλεχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- ἔλεος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔλεος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.