νηλεής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νηλεής τὸ νηλεές
      γενική τοῦ/τῆς νηλεοῦς τοῦ νηλεοῦς
      δοτική τῷ/τῇ νηλεεῖ τῷ νηλεεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν νηλε τὸ νηλεές
     κλητική ! νηλεές νηλεές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νηλεεῖς τὰ νηλε
      γενική τῶν νηλεῶν τῶν νηλεῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς νηλεέσ(ν) τοῖς νηλεέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς νηλεεῖς τὰ νηλε
     κλητική ! νηλεεῖς νηλε
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νηλεεῖ τὼ νηλεεῖ
      γεν-δοτ τοῖν νηλεοῖν τοῖν νηλεοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νηλεής < νη- στερητικό + ἔλεος

Επίθετο

νηλεής, -ής, -ές

Εκφράσεις

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.