νηλεής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | νηλεής | τὸ | νηλεές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | νηλεοῦς | τοῦ | νηλεοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | νηλεεῖ | τῷ | νηλεεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | νηλεῆ | τὸ | νηλεές | ||
| κλητική ὦ! | νηλεές | νηλεές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | νηλεεῖς | τὰ | νηλεῆ | ||
| γενική | τῶν | νηλεῶν | τῶν | νηλεῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | νηλεέσῐ(ν) | τοῖς | νηλεέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | νηλεεῖς | τὰ | νηλεῆ | ||
| κλητική ὦ! | νηλεεῖς | νηλεῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νηλεεῖ | τὼ | νηλεεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | νηλεοῖν | τοῖν | νηλεοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
νηλεής, -ής, -ές
- σκληρός, ανελέητος, απηνής
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Αλκμάν, Απόσπασμα 102
- λεπτὰ δ᾽ ἄταρπος, νηλεὴς δ᾽ ἀνάγκα,
- Στενό το μονοπάτι, κι ανελέητη η Ανάγκη.
- Μετάφραση: Ι.Ν. Καζάζης. @greek-language.gr
- λεπτὰ δ᾽ ἄταρπος, νηλεὴς δ᾽ ἀνάγκα,
- ※ νηλειής Ἀίδης ἤρπασε Καλλίμαχον (Λουκιανού επιγράμματα «Παίδα πενταέτηρον»)
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Αλκμάν, Απόσπασμα 102
- νηλειής
- νηλής
Εκφράσεις
Συγγενικά
- ἀνηλεής
- ἀνηλέητος
- νηλεῶς
- ἐλεήμων
Πηγές
- νηλεής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νηλεής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.