νευρώνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νευρώνας οι νευρώνες
      γενική του νευρώνα των νευρώνων
    αιτιατική τον νευρώνα τους νευρώνες
     κλητική νευρώνα νευρώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σχηματική απεικόνιση ενός νευρώνα.

Ετυμολογία

νευρώνας < καθαρεύουσα νευρών < γαλλική neuron < αρχαία ελληνική νεῦρον[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /neˈvɾo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νευρώνας

Ουσιαστικό

νευρώνας αρσενικό

  • (ανατομία) κύτταρο του νευρικού συστήματος, το οποίο μεταφέρει και επεξεργάζεται πληροφορίες
    Οι νευρώνες είναι υπεύθυνοι για την αντίληψη, την σκέψη και την κίνηση των ζώων, ενώ τα υπόλοιπα κύτταρα του νευρικού συστήματος φροντίζουν να λειτουργούν σωστά οι νευρώνες.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.