νευρωνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νευρωνικός | η | νευρωνική | το | νευρωνικό |
| γενική | του | νευρωνικού | της | νευρωνικής | του | νευρωνικού |
| αιτιατική | τον | νευρωνικό | τη | νευρωνική | το | νευρωνικό |
| κλητική | νευρωνικέ | νευρωνική | νευρωνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νευρωνικοί | οι | νευρωνικές | τα | νευρωνικά |
| γενική | των | νευρωνικών | των | νευρωνικών | των | νευρωνικών |
| αιτιατική | τους | νευρωνικούς | τις | νευρωνικές | τα | νευρωνικά |
| κλητική | νευρωνικοί | νευρωνικές | νευρωνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
νευρωνικός, -ή, -ό
- (ανατομία) που έχει σχέση με νευρώνες ή αναφέρεται σ' αυτούς
- (πληροφορική) που έχει σχέση με τα νευρωνικά δίκτυα ή αναφέρεται σ' αυτά
Μεταφράσεις
- νευρωνικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.