νευραλγικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευραλγικός η νευραλγική το νευραλγικό
      γενική του νευραλγικού της νευραλγικής του νευραλγικού
    αιτιατική τον νευραλγικό τη νευραλγική το νευραλγικό
     κλητική νευραλγικέ νευραλγική νευραλγικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευραλγικοί οι νευραλγικές τα νευραλγικά
      γενική των νευραλγικών των νευραλγικών των νευραλγικών
    αιτιατική τους νευραλγικούς τις νευραλγικές τα νευραλγικά
     κλητική νευραλγικοί νευραλγικές νευραλγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νευραλγικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική névralgique < névralg(ie) (νευραλγία < νευρ-αλγ(ία)) + ique (-ικός)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.vɾal.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νευραλγικός

Επίθετο

νευραλγικός

  1. που σχετίζεται με τη νευραλγία
  2. κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό κατά την εξέλιξη έργου ή κατάστασης

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.