νερόμπομπα

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)


Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νερόμπομπα οι νερόμπομπες
      γενική της νερόμπομπας
    αιτιατική τη νερόμπομπα τις νερόμπομπες
     κλητική νερόμπομπα νερόμπομπες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νερόμπομπα < νερό- + μπόμπα

Ουσιαστικό

νερόμπομπα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.