νεολιθική
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
νεολιθική θηλυκό
- περίοδος της ανθρώπινης πολιτισμικής ανάπτυξης
-
νεολιθική στη Βικιπαίδεια

- Μεσολιθική
- Παλαιολιθική
Μεταφράσεις
νεολιθική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
νεολιθική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του νεολιθικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.