νεκρώσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεκρώσιμο τα νεκρώσιμα
      γενική του νεκρώσιμου των νεκρώσιμων
    αιτιατική το νεκρώσιμο τα νεκρώσιμα
     κλητική νεκρώσιμο νεκρώσιμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεκρώσιμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νεκρώσιμος

Ουσιαστικό

νεκρώσιμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

νεκρώσιμο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.