αγγελτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγγελτήριο | τα | αγγελτήρια |
| γενική | του | αγγελτήριου & αγγελτηρίου |
των | αγγελτήριων & αγγελτηρίων |
| αιτιατική | το | αγγελτήριο | τα | αγγελτήρια |
| κλητική | αγγελτήριο | αγγελτήρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγγελτήριο < (λόγια λέξη) (ελληνιστική κοινή) ἀγγελτήρ
Ουσιαστικό
αγγελτήριο ουδέτερο
- κείμενο τυπωμένο σε εφημερίδα ή σε ξεχωριστό φύλλο χαρτιού που περιέχει μια αγγελία, μια γνωστοποίηση τελετής
- αγγελτήριο θανάτου
Μεταφράσεις
αγγελτήριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.