νεκροφοβία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεκροφοβία οι νεκροφοβίες
      γενική της νεκροφοβίας των νεκροφοβιών
    αιτιατική τη νεκροφοβία τις νεκροφοβίες
     κλητική νεκροφοβία νεκροφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεκροφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nécrophobie < αρχαία ελληνική νεκρο- + -φοβία

Ουσιαστικό

νεκροφοβία θηλυκό

  1. ο παθολογικός φόβος για τους νεκρούς
  2. (κατ’ επέκταση) ο φόβος για τον θάνατο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.