νεκροφοβία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νεκροφοβία | οι | νεκροφοβίες |
| γενική | της | νεκροφοβίας | των | νεκροφοβιών |
| αιτιατική | τη | νεκροφοβία | τις | νεκροφοβίες |
| κλητική | νεκροφοβία | νεκροφοβίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεκροφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nécrophobie < αρχαία ελληνική νεκρο- + -φοβία
Ουσιαστικό
νεκροφοβία θηλυκό
- ο παθολογικός φόβος για τους νεκρούς
- (κατ’ επέκταση) ο φόβος για τον θάνατο
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις νεκρόφοβος, νεκρός και φόβος
Μεταφράσεις
νεκροφοβία
Πηγές
- νεκροφοβία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.