νεγροειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεγροειδής η νεγροειδής το νεγροειδές
      γενική του νεγροειδούς* της νεγροειδούς του νεγροειδούς
    αιτιατική τον νεγροειδή τη νεγροειδή το νεγροειδές
     κλητική νεγροειδή(ς) νεγροειδής νεγροειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεγροειδείς οι νεγροειδείς τα νεγροειδή
      γενική των νεγροειδών των νεγροειδών των νεγροειδών
    αιτιατική τους νεγροειδείς τις νεγροειδείς τα νεγροειδή
     κλητική νεγροειδείς νεγροειδείς νεγροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νεγροειδής < (λόγιο δάνειο) γαλλική négroïde < negro + -ειδής[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.ɣɾo.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νεγροειδής

Επίθετο

νεγροειδής, -ής, -ές

  • που έχει κοινά χαρακτηριστικά με την φυλή των μαύρων

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.