ναυτασφάλιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναυτασφάλιση οι ναυτασφαλίσεις
      γενική της ναυτασφάλισης* των ναυτασφαλίσεων
    αιτιατική τη ναυτασφάλιση τις ναυτασφαλίσεις
     κλητική ναυτασφάλιση ναυτασφαλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ναυτασφαλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναυτασφάλιση < ναύτ(ης) + ασφάλιση

Ουσιαστικό

ναυτασφάλιση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.