ναυλομεσίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναυλομεσίτης οι ναυλομεσίτες
      γενική του ναυλομεσίτη των ναυλομεσιτών
    αιτιατική τον ναυλομεσίτη τους ναυλομεσίτες
     κλητική ναυλομεσίτη ναυλομεσίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναυλομεσίτης < ναύλος + -ο- + μεσίτης

Ουσιαστικό

ναυλομεσίτης αρσενικό, ναυλομεσίτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.