ναρκαλιευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ναρκαλιευτής | οι | ναρκαλιευτές |
| γενική | του | ναρκαλιευτή | των | ναρκαλιευτών |
| αιτιατική | τον | ναρκαλιευτή | τους | ναρκαλιευτές |
| κλητική | ναρκαλιευτή | ναρκαλιευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ναρκαλιευτής αρσενικό
- (ναυτικός όρος) στρατιωτικός τεχνικός ειδικευμένος στην ανίχνευση και εξουδετέρωση των ναρκών
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ναρκαλιευτής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.