αλιεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αλιεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἁλιεύω < αρχαία ελληνική ἁλιεύομαι [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.liˈe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλιεύω

Ρήμα

αλιεύω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.