νανοφυία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νανοφυία | οι | νανοφυίες |
| γενική | της | νανοφυίας | των | νανοφυιών |
| αιτιατική | τη | νανοφυία | τις | νανοφυίες |
| κλητική | νανοφυία | νανοφυίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /na.no.fiˈi.a/
Μεταφράσεις
νανοφυία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.