ναζί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ναζί < γαλλική nazi < γερμανική Nationalsozialist (εθνικοσοσιαλιστής) < Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei (Εργατικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα)

Ουσιαστικό

ναζί αρσενικό, άκλιτο

  1. (ιστορία) ο αφοσιωμένος οπαδός του Εργατικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος ή/και του Αδόλφου Χίτλερ, ο ιδεολογικός και στην πράξη σύμμαχος και συνοδοιπόρος του
  2. (πολιτική) ο υποστηρικτής του εθνικοσοσιαλισμού ως πολιτικής ιδεολογίας
  3. (μεταφορικά) αυτός που δε σέβεται τις απόψεις των άλλων και δρα αυταρχικά
     δείτε και τη λέξη φασίστας

Συγγενικά

Σημειώσεις

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναζί οι ναζήδες
      γενική του ναζί των ναζήδων
    αιτιατική τον ναζί τους ναζήδες
     κλητική ναζί ναζήδες
όπως «ανώμαλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
  • γράφεται συχνά με κεφαλαίο αρχικό: Ναζί
  • απαντά και ο πληθυντικός της λέξης: ναζήδες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.