ναζήδες
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ναζήδες αρσενικό
- (μειωτικό) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ναζί, σαν να είχε κατάληξη -ής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.