μύωψ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / μύωψ οἱ/αἱ μύωπες
      γενική τοῦ/τῆς μύωπος τῶν μυώπων
      δοτική τῷ/τῇ μύωπ τοῖς/ταῖς μύωψ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν μύωπ τοὺς/τὰς μύωπᾰς
     κλητική ! μύωψ μύωπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μύωπε
γεν-δοτ τοῖν  μυώποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μύωψ < μύω + ὤψ

Ουσιαστικό

μύωψ αρσενικό ή θηλυκό (και ως επίθετο)

  1. που δεν βλέπει μακριά
  2. αλογόμυγα
      5ος/4ος αιώνας Πλάτων, Απολογία Σωκράτους, 31a
    ἐὰν γάρ με ἀποκτείνητε, οὐ ῥᾳδίως ἄλλον τοιοῦτον εὑρήσετε, ἀτεχνῶς —εἰ καὶ γελοιότερον εἰπεῖν— προσκείμενον τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὥσπερ ἵππῳ μεγάλῳ μὲν καὶ γενναίῳ, ὑπὸ μεγέθους δὲ νωθεστέρῳ καὶ δεομένῳ ἐγείρεσθαι ὑπὸ μύωπός τινος, οἷον δή μοι δοκεῖ ὁ θεὸς ἐμὲ τῇ πόλει προστεθηκέναι τοιοῦτόν τινα, ὃς ὑμᾶς ἐγείρων καὶ πείθων καὶ ὀνειδίζων ἕνα ἕκαστον
    Γιατί αν με θανατώσετε δεν θα βρείτε εύκολα άλλον σαν κι εμένα, κολλημένον από το θεό στην πόλη, αν και είναι αστείο να το πούμε έτσι, σα σε μεγάλο και δυνατό άλογο, μα νωθρό απ᾽ το πάχος του, που για να ξυπνήσει έχει ανάγκη από μιαν αλογόμυγα. Σαν τέτοια μού φαίνεται πως με κόλλησε κι εμένα ο θεός στην πολιτεία, να σας ξυπνώ και να σας πείθω και να σας πειράζω καθέναν από σας, κι έτσι δεν παύω όλη την ημέρα να σας κολλάω εδώ κι εκεί.
    Πλάτωνος Απολογία Σωκράτους, Μετάφραση Παύλος Νιρβάνας, Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1923

Παράγωγα

  • μυωπάζω είμαι μύωπας, βλέπω αμυδρά
  • μυωπίζω [συγγ.με μυῖα (μύγα] (παθ. ενοχλούμαι από αλογόμυγα)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.