άρτι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- άρτι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρτι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈaɾ.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άρ‐τι
- ομόηχο: άρτοι
- παρώνυμο: άρτιοι
Επίρρημα
άρτι
Εκφράσεις
- άρτι αφιχθείς
Συγγενικά
- αρτι- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αρτι- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
|
|
Πηγές
- άρτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άρτι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- άρτι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.