μυστήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | μυστήριον | τὰ | μυστήριᾰ |
| γενική | τοῦ | μυστηρίου | τῶν | μυστηρίων |
| δοτική | τῷ | μυστηρίῳ | τοῖς | μυστηρίοις |
| αιτιατική | τὸ | μυστήριον | τὰ | μυστήριᾰ |
| κλητική ὦ! | μυστήριον | μυστήριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυστηρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μυστηρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μυστήριον, -ου ουδέτερο
- (αρχική σημασία) τελετή μύησης, μυστικό
- μυστήριο
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Ηράκλειτος, Απόσπασμα 14, 4-5. Reliquiae. Heraclitus (Ephesius.) Clarendon, 1877 σελ.48
- τὰ γὰρ νομιζόμενα κατ’ ἀνθρώπους μυστήρια ἀνιερωστὶ μυεῦνται
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Ηράκλειτος, Απόσπασμα 14, 4-5. Reliquiae. Heraclitus (Ephesius.) Clarendon, 1877 σελ.48
- μυστική διδασκαλία, απόκρυφη διδασκαλία
- → δείτε και τον πληθυντικό μυστήρια
- σκεύη που χρησιμοποιούνταν σε τελετές
- (ελληνιστική σημασία , εκκλησιαστικός όρος) το μυστήριο (στη χριστιανική σημασία)
Εκφράσεις
Συγγενικά
θέμα με μυστηρ-
- ἀμυστηρίαστος
- μυστηριακός
- μυστηριάρχης
- μυστηριασμός
- μυστηριάζω
- μυστηρικός
- μυστηρίς
- μυστηριώδης
- μυστηριωδία
- μυστηριῶτις
Αναφορές
- μυστήριο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- μυστήριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μυστήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.