μυρμηγκοφωλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυρμηγκοφωλιά οι μυρμηγκοφωλιές
      γενική της μυρμηγκοφωλιάς των μυρμηγκοφωλιών
    αιτιατική τη μυρμηγκοφωλιά τις μυρμηγκοφωλιές
     κλητική μυρμηγκοφωλιά μυρμηγκοφωλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυρμηγκοφωλιά < μυρμήγκι + φωλιά

Ουσιαστικό

μυρμηγκοφωλιά θηλυκό

  • φωλιά μυρμηγκιών, εξωτερικό γνώρισμα της οποίας είναι συνήθως ένας μικρός σωρός από χώμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.