μυριάκριβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυριάκριβος η μυριάκριβη το μυριάκριβο
      γενική του μυριάκριβου της μυριάκριβης του μυριάκριβου
    αιτιατική τον μυριάκριβο τη μυριάκριβη το μυριάκριβο
     κλητική μυριάκριβε μυριάκριβη μυριάκριβο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυριάκριβοι οι μυριάκριβες τα μυριάκριβα
      γενική των μυριάκριβων των μυριάκριβων των μυριάκριβων
    αιτιατική τους μυριάκριβους τις μυριάκριβες τα μυριάκριβα
     κλητική μυριάκριβοι μυριάκριβες μυριάκριβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μυριάκριβος < μεσαιωνική ελληνική μυριάκριβος < αρχαία ελληνική μύριοι + μεσαιωνική ελληνική ἀκριβός < αρχαία ελληνική ἀκριβής

Επίθετο

μυριάκριβος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.