καπνοσωλήνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καπνοσωλήνας | οι | καπνοσωλήνες |
| γενική | του | καπνοσωλήνα | των | καπνοσωλήνων |
| αιτιατική | τον | καπνοσωλήνα | τους | καπνοσωλήνες |
| κλητική | καπνοσωλήνα | καπνοσωλήνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καπνοσωλήνας < καπνός + σωλήνας (Λέξη του 1801· (μεταφραστικό δάνειο) (τουρκικά) çubuk)
Ουσιαστικό
καπνοσωλήνας αρσενικό
- σωλήνας που μεταφέρει τον καπνό μιας σόμπας η ενός καυστήρα καρολιφέρ στην ατμόσφαιρα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.