κακκαβιά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κακκαβιά < κακκάβι
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακκαβιά οι κακκαβιές
      γενική της κακκαβιάς των κακκαβιών
    αιτιατική την κακκαβιά τις κακκαβιές
     κλητική κακκαβιά κακκαβιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

κακκαβιά θηλυκό

  1. το περιεχόμενο κι η χωρητικότητα του κακκαβιού
  2. (φαγητά) σούπα που φτιάχνεται βράζοντας ποικιλία μικρών ψαριών μαζί

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.