υπογάστριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υπογάστριο | τα | υπογάστρια |
| γενική | του | υπογαστρίου & υπογάστριου |
των | υπογαστρίων |
| αιτιατική | το | υπογάστριο | τα | υπογάστρια |
| κλητική | υπογάστριο | υπογάστρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Εκφράσεις
- το μαλακό υπογάστριο: η ευαίσθητη περιοχή
Μεταφράσεις
υπογάστριο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.