μπιζ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Συγγενικά
Ουσιαστικό
μπιζ ουδέτερο άκλιτο
- (οικείο) είδος ομαδικού παιδικού παιχνιδιού, κατά το οποίο κάποιος κρύβει με το ένα χέρι του τα μάτια και στο άλλο του ελεύθερο χέρι δέχεται χτύπημα από τους υπόλοιπους παίχτες, προσπαθώντας να μαντέψει ποιος τον χτύπησε
- ≈ συνώνυμα: τζιζ
- ※ Ένα παιδί έκρυβε τα μάτια του (μάνα) καιένα άλλο από τα υπόλοιπα το χτυπούσε. Όλοι φώναζαν «τζιζ» ή «μπιζ» και σήκωναν το ένα χέρι. Η «μάνα» τότε άνοιγε τα μάτια και έλεγε ποιο μπορεί να ήταν αυτό που το χτύπησε. Αν το έβρισκε έκανε αυτό τη «μάνα». Αν όχι, συνέχιζε το ίδιο παιδί. Μιλάμε για πολύ ξεπλάτισμα ()
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μπιζ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.