μπετόβεργα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπετόβεργα οι μπετόβεργες
      γενική της μπετόβεργας των μπετόβεργων
    αιτιατική την μπετόβεργα τις μπετόβεργες
     κλητική μπετόβεργα μπετόβεργες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπετόβεργα < μπετόν + -ο- + βέργα

Ουσιαστικό

μπετόβεργα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.