μπετοσίδερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπετοσίδερο τα μπετοσίδερα
      γενική του μπετοσίδερου των μπετοσίδερων
    αιτιατική το μπετοσίδερο τα μπετοσίδερα
     κλητική μπετοσίδερο μπετοσίδερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπετοσίδερο < μπετόν + -ο- + σίδερο

Ουσιαστικό

μπετοσίδερο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.