μπερντές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπερντές | οι | μπερντέδες |
| γενική | του | μπερντέ | των | μπερντέδων |
| αιτιατική | τον | μπερντέ | τους | μπερντέδες |
| κλητική | μπερντέ | μπερντέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπερντές < (άμεσο δάνειο) τουρκική perde < περσική پرده (parde, «κουρτίνα»)
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.