μπελαντόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπελαντόνα οι μπελαντόνες
      γενική της μπελαντόνας
    αιτιατική την μπελαντόνα τις μπελαντόνες
     κλητική μπελαντόνα μπελαντόνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η ονομασία του φυτού προήλθε από το γεγονός ότι οι γυναίκες στη ρωμαϊκή εποχή χρησιμοποιούσαν το χυμό του καρπού για να διασταλούν οι κόρες των ματιών τους λόγω της ατροπίνης, ώστε να φαίνονται πιο γοητευτικές.

Ετυμολογία

μπελαντόνα < (άμεσο δάνειο) βενετική beladona [1] (ιταλικά «bella donna» ωραία κυρία)

Ουσιαστικό

μπελαντόνα θηλυκό

  1. (φυτό) το φυτό Άτροπος η δελεαστική  δείτε τη λέξη ἄτροπος
  2. (κατ’ επέκταση, φαρμακευτική) το καταπραϋντικό φάρμακο που παράγεται από το φυτό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.